Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φυσιασμός — the sound made in expiration masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυσιασμός — ὁ, Α ρουθούνισμα, ροχάλισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυσιῶ + κατάλ. ασμός (< ρ. σε άζω), πρβλ. σπ ασμός] … Dictionary of Greek